- καντσονέτα
- η(λ. ιταλ.), σύντομο λαϊκό τραγούδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καντσονέτα — η 1. ιταλικό λαϊκό τραγούδι, κυρίως στις περιοχές τής Νεάπολης και τής Βενετίας 2. μονοφωνικό συνήθως τραγούδι με συνοδεία κιθάρας και ρυθμική και μελωδική απλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. canzonetta, υποκορ. τής λ. canzone «τραγούδι»] … Dictionary of Greek